- ραιστήριος
- -α, -ον, Α [ῥαιστήρ]1. αυτός που συνθλίβει, που συντρίβει ή αυτός που σφυρηλατεί2. αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει, ολέθριος, καταστρεπτικός («ῥαιστήρια φάρμακα», Απολλ. Ρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥαιστήριος — smashing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιστήρια — ῥαιστήριος smashing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιστήρι' — ῥαιστήρια , ῥαιστήριος smashing neut nom/voc/acc pl ῥαιστήριε , ῥαιστήριος smashing masc voc sg ῥαιστήριαι , ῥαιστήριος smashing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιστηρίαν — ῥαιστηρίᾱν , ῥαιστήριος smashing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)